- χουζούρι
- το(λ. τουρκ.), βλ. χουζούρεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουζούρι — το, Ν 1. ανάπαυση, ραχάτι 2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά 3. απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur] … Dictionary of Greek
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι … Dictionary of Greek
ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] … Dictionary of Greek
χουζουρευω — Ν [χουζούρι] αναπαύομαι, τεμπελιάζω, ιδίως στο κρεβάτι … Dictionary of Greek
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
huzur — HUZÚR s.n. Trai comod şi lipsit de griji; p. ext. viaţă de trândăvie şi de îmbuibare. – Din tc. hŭzur. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 HUZÚR s. 1. lăfăire. 2. îmbuibare. Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime huzúr s. n.… … Dicționar Român
ραχάτι — το (λ. αραβ.), ανάπαυση, χουζούρι: Δε χαλούσε το ραχάτι του για τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυφή — η 1. απολαυστική ζωή, καλοπέραση, χουζούρι. 2. μτφ., φιληδονία, ηδονισμός, ακολασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)